φαλκιδεύω

φαλκιδεύω
μετ.
1) подделывать; 2) урезывать, сокращать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φαλκιδεύω" в других словарях:

  • φαλκιδεύω — φαλκιδεύω, φαλκίδευσα και φαλκίδεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαλκιδεύω — Ν 1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα 2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας 3. διαστρεβλώνω 4. υποκλέπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος*, όν. ρωμαϊκού νόμου] …   Dictionary of Greek

  • φαλκιδεύω — φαλκίδεψα, φαλκιδεύτηκα, φαλκιδεμένος, κάνω φαλκίδευση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλκίδευση — η, Ν [φαλκιδεύω] 1. καταπάτηση δικαιώματος, περιορισμός απαίτησης 2. διαστρέβλωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»