- φαλκιδεύω
- μετ.1) подделывать; 2) урезывать, сокращать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαλκιδεύω — φαλκιδεύω, φαλκίδευσα και φαλκίδεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαλκιδεύω — Ν 1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα 2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας 3. διαστρεβλώνω 4. υποκλέπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος*, όν. ρωμαϊκού νόμου] … Dictionary of Greek
φαλκιδεύω — φαλκίδεψα, φαλκιδεύτηκα, φαλκιδεμένος, κάνω φαλκίδευση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλκίδευση — η, Ν [φαλκιδεύω] 1. καταπάτηση δικαιώματος, περιορισμός απαίτησης 2. διαστρέβλωση … Dictionary of Greek